- υφαντικος
- ὑφαντικός31) ткацкий
(ἥ κερκίς Plat.)
2) умеющий ткатьὁ ὑφαντικώτατος Plat. — искуснейший ткач
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ κερκίς Plat.)
ὁ ὑφαντικώτατος Plat. — искуснейший ткач
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑφαντικός — skilled in weaving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφαντικός — ή, ό / ὑφαντικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» ο αργαλειός θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek
υφαντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τον υφαντή ή την υφαντική (βλ. λ.), που μ αυτόν γίνεται η ύφανση: Υφαντικά όργανα. 2. το θηλ. ως ουσ., υφαντική (βλ. λ.). 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., υφαντικά η αμοιβή για την ύφανση: Δίνει λίγα υφαντικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑφαντικά — ὑφαντικός skilled in weaving neut nom/voc/acc pl ὑφαντικά̱ , ὑφαντικός skilled in weaving fem nom/voc/acc dual ὑφαντικά̱ , ὑφαντικός skilled in weaving fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντικῶν — ὑφαντικός skilled in weaving fem gen pl ὑφαντικός skilled in weaving masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντικόν — ὑφαντικός skilled in weaving masc acc sg ὑφαντικός skilled in weaving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντικώτατον — ὑφαντικός skilled in weaving masc acc superl sg ὑφαντικός skilled in weaving neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντικαῖς — ὑφαντικός skilled in weaving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντικαί — ὑφαντικός skilled in weaving fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντικοῦ — ὑφαντικός skilled in weaving masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαντικᾶς — ὑφαντικός skilled in weaving fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)