υφαντικος

υφαντικος
    ὑφαντικός
    3
    1) ткацкий
    

(ἥ κερκίς Plat.)

    2) умеющий ткать
    

ὑφαντικώτατος Plat. — искуснейший ткач


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υφαντικος" в других словарях:

  • ὑφαντικός — skilled in weaving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφαντικός — ή, ό / ὑφαντικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» ο αργαλειός θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική (ενν. τέχνη) η τέχνη… …   Dictionary of Greek

  • υφαντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τον υφαντή ή την υφαντική (βλ. λ.), που μ αυτόν γίνεται η ύφανση: Υφαντικά όργανα. 2. το θηλ. ως ουσ., υφαντική (βλ. λ.). 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., υφαντικά η αμοιβή για την ύφανση: Δίνει λίγα υφαντικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑφαντικά — ὑφαντικός skilled in weaving neut nom/voc/acc pl ὑφαντικά̱ , ὑφαντικός skilled in weaving fem nom/voc/acc dual ὑφαντικά̱ , ὑφαντικός skilled in weaving fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντικῶν — ὑφαντικός skilled in weaving fem gen pl ὑφαντικός skilled in weaving masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντικόν — ὑφαντικός skilled in weaving masc acc sg ὑφαντικός skilled in weaving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντικώτατον — ὑφαντικός skilled in weaving masc acc superl sg ὑφαντικός skilled in weaving neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντικαῖς — ὑφαντικός skilled in weaving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντικαί — ὑφαντικός skilled in weaving fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντικοῦ — ὑφαντικός skilled in weaving masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντικᾶς — ὑφαντικός skilled in weaving fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»